δοξαστῷ

δοξαστῷ
δοξαστός
matter of opinion
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενδοξολογώ — ἐνδοξολογῶ, έω (Α) 1. μιλάω για να δοξαστώ 2. δοξάζω, δοξολογώ …   Dictionary of Greek

  • φιλοδοξώ — φιλοδοξῶ, έω, ΝΑ [φιλόδοξος] αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος νεοελλ. επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο αρχ. 1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.) 2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”